ξεφορμάρισμα

ξεφορμάρισμα
το, -ατος
η αλλαγή της φόρμας, του σχήματος, ή το βγάλσιμο πράγματος από το καλούπι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ξεφορμάρισμα — το [ξεφορμάρω] 1. εξαγωγή από τη φόρμα 2. μεταβολή τού σχήματος ενός αντικειμένου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”